σεισμοπαθής

σεισμοπαθής
ης, ες, σεισμόπληκτος, η , ο [ος , ον ]
1) подвергшийся землетрясению; пострадавший от землетрясения; 2) подверженный землетрясениям

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "σεισμοπαθής" в других словарях:

  • σεισμοπαθής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή 1. αυτός που έπαθε καταστροφές από το σεισμό: Δόθηκε έκτακτη οικονομική βοήθεια στους σεισμοπαθείς. 2. περιοχή που δονείται συχνά από σεισμούς: Στις σεισμοπαθείς περιοχές χτίζονται αντισεισμικά σπίτια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εύσειστος — η, ο (ΑΜ εὔσειστος, ον) 1. αυτός που σείεται ή μπορεί εύκολα να σειστεί 2. (για περιοχές) σεισμοπαθής, με συχνές σεισμικές δονήσεις μσν. ευκίνητος, εύστροφος …   Dictionary of Greek

  • σεισμόπληκτος — η, ο σεισμοπαθής: Σεισμόπληκτη περιοχή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»